κλωνάρια

κλωνάρια
κλωνάριον
twig
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • ανακαλαμώνω — [καλαμώνω] στερεώνω με καλάμια ή άλλο υποστήριγμα τα γειρτά κλωνάρια ή τους κορμούς φυτών και μικρών δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καλαμώνω] …   Dictionary of Greek

  • κλωνοφυώ — κλωνοφυῶ, έω (Μ) (για φυτό) βγάζω κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + φυῶ (< φυής < φύος < φύομαι), πρβλ. οδοντο φυώ, πτερο φυώ] …   Dictionary of Greek

  • κότινος — Αγριελιά, με τα κλωνάρια της οποίας έπλεκαν, κατά την αρχαιότητα, τα στεφάνια που προορίζονταν για τη βράβευση των νικητών στα Παναθήναια και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό την αγριελιά που, σύμφωνα με την …   Dictionary of Greek

  • λιγνοκλώνια — τα μικρά και λεπτά κλωνάρια …   Dictionary of Greek

  • οσχοβόρος — ὀσχοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει τους νεαρούς βλαστούς, που καταστρέφει τα νέα κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλαδί αμπελιού» + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • πέλτη — η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α μικρή και ελαφρά ασπίδα, χωρίς γύρο, σχήματος μηνοειδούς, συνήθως πλεκτή από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο δέρμα αρχ. 1. το σώμα τών πελταστών 2. κόσμημα αλόγου 3. παλτό, κοντάρι 4. (κατά τον Ησύχ.) δόρυ, ακόντιο …   Dictionary of Greek

  • πολύκλαδος — η, ο / πολύκλαδος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά κλαδιά, πολλά κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον») νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη επιχείρηση» β. «πολύκλαδη επιστήμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλάδος (<… …   Dictionary of Greek

  • πολύπτορθος — ον, ΜΑ (για φυτά) αυτός που έχει πολλά βλαστάρια, πολλά τρυφερά κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτόρθος «βλαστάρι» (πρβλ. φιλό πτορθος)] …   Dictionary of Greek

  • ρυσόκαρφος — και ῥυσσόκαρφος, ον, Α (για δέντρο) αυτός που έχει ρυτιδωμένους κλάδους, ζαρωμένα κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κάρφος «κλαδί, κλωνάρι» (πρβλ. λεπτό καρφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”